- βραχυσίδαρος
- βραχυσίδαρος1 with short blade
βραχυσίδαρον ἄκοντα N. 3.45
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βραχυσίδαρον ἄκοντα N. 3.45
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βραχυσίδηρος — και βραχυσίδαρος, ον (Α) (για ακόντιο) αυτός που έχει μικρή σιδερένια αιχμή … Dictionary of Greek